- μελίζω
- (ΑM μελίζω, Α και δωρ. τ. μελίσδω)κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, διαμελίζω («καὶ δείραντες τὸ ὁλοκαύτωμα, μελιοῡσιν αὐτὸ κατὰ μέλη αὐτοῡ», ΠΔ)αρχ.1. ψάλλω με τη συνοδεία οργάνου, εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι («ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα καὶ ἢν σύριγγι μελίσδω», Θεόκρ.)2. (για μουσικά όργανα) ηχώ μελωδικά3. συνεκδ. διεκτραγωδώ δεινά («καὶ τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων... ἐμπίτνων μελίζειν πάθη γοερὰ θανατηφόρα», Αισχύλ.)4. εξυμνώ, υμνώ («καὶ μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῑς», Πίνδ.)5. έχω μελωδία, είμαι μελωδικός («λέξις μελίζουσα», Διον. Αλ.)6. καθιστώ κάτι μελωδικό7. (το μέσ. στον παρακμ.) μεμέλισμαιέχω πλήρως σχηματισμένα τα μέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος «μέλος σώματοςάσμα» (βλ. λ. μέλος)].
Dictionary of Greek. 2013.